- παραλληλογραμμον
- παραλληλόγραμμονπαραλληλό-γραμμοντό параллелограмм Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραλληλόγραμμον — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem acc sg παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Параллелограмм — (др. греч. παραλληλόγραμμον от παράλληλος параллельный и γραμμή линия) это четырёхуго … Википедия
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek